Γράφει ο Απόστολος Σαραντίδης.
Σήμερα θα ασχοληθούμε πέρα από τα πλαίσια της γεωστρατηγικής και υψηλής στρατηγικής χωρίς να ξεφεύγουμε από αυτά, στη διερεύνηση ή καλύτερα ερμηνεία νεωτερικών συμπεριφορών ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στην οποία από το 1974 και μετά μαζί με το θέμα που ως διαφορετικό από το πλαίσιο δεν είναι και τόσο σταθερό, το μοτίβο παραμένει το ίδιο. Και δεν είναι άλλο από την πολιτική του κατευνασμού χάριν της ειρήνης και ευημερίας δύο λαών που η ιστορία τούς «έλαχε» να ζούνε μαζί…γενοκτονώντας ο δεύτερος τον πρώτο.
Αν το μοτίβο αυτό εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, είμαστε στον ορθό δρόμο. Όμως τίθεται στα χρόνια που ακολούθησαν άλλος ένας προβληματισμός ως προς την έννοια του επιθέτου εθνικός. Διότι αν το εθνικό συμφέρον προσιδιάζει με φασίζουσα συμπεριφορά όπως έχει καλλιεργηθεί από μια Νέα Τάξη, τότε και η εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει να υπαχθεί και να ακολουθήσει το διεθνιστικό μοντέλο το οποίο όμως είναι προερχόμενο από τον αριστερό πολιτικό χώρο. Με άλλα λόγια, αριστερά και δεξιά σε μια κυκλωτική σύσπαση δείχνουν να ταυτίζονται αποδομώντας το κοινοβουλευτικό μοντέλο του 19ου αιώνα στο οποίο στηρίζεται η εκτελεστική εξουσία, και ο διεθνισμός δεν είναι καθόλου μόνο αριστερή ιδεολογία αλλά Πίστη όλων των Δυτικών αποχρώσεων. Κάτι που εδώ και χρόνια ισχυριζόμαστε. Σε βάρος βέβαια της νομοθετικής και δικαστικής αφού η ηγεσία του δικαστικού σώματος διορίζεται αλλά και οι βουλευτές προτείνονται και ελέγχονται από τον κομματικό αρχηγό. Στη σάρωση αυτή των δημοκρατικών κεκτημένων δεν εξαιρείται ούτε η ηγεσία του στρατεύματος αφού και αυτή διορίζεται, άρα ελέγχεται πολιτικά. Ενώ παλαιά ελέγχονταν από τον βασιλιά, ο οποίος στο κάτω-κάτω δεν είχε το άγχος του πολιτικού κόστους ως ισόβιος ο ίδιος και οι απόγονοί του, τώρα ο έλεγχος έχει περάσει στον εκάστοτε κομματικό πρωθυπουργό ο οποίος είναι βέβαιον ότι ελέγχεται από ξένα ανώνυμα κέντρα.









